προεγγράφω

προεγγράφω
Ν, και μόνο το παθ. προεγγράφομαι Α [ἐγγράφω]
νεοελλ.
εγγράφω κάποιον ή κάτι σε προκαταρκτικούς καταλόγους με σκοπό την μετέπειτα επίσημη και οριστική εγγραφή του
αρχ.
εγγράφομαι εκ τών προτέρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προεγγραφή — η, Ν [προεγγράφω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού προεγγράφω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”